Στο μαντείο της Δωδώνης, μαζί με τον Δία, ως πηγαίο θεό, συλλατρευόταν το θηλυκό αντίστοιχό του, η «πότνια» Διώνη, ως θεά των υδάτων, η οποία και χρησμοδοτούσε. Σχετικά με την ίδρυση του μαντείου της Δωδώνης ο Hρόδοτος (Iστορ. B, 54-57) αναφέρει ότι δύο ιέρειες των Θηβών της Αιγύπτου πουλήθηκαν δούλες, η μια στους Λιβύους και η άλλη στους Θεσπρωτούς. H πρώτη ίδρυσε το μαντείο του Άμμωνος Διός στην όαση Σίουα, η δεύτερη έκτισε, κάτω από μια βελανιδιά που φύτρωσε μόνη της, ένα ιερό του Διός στη Δωδώνη. Αργότερα, αφού έμαθε καλά ελληνικά, έκτισε εκεί και το μαντείο.
Και να πώς ερμηνεύει την τοπική παράδοση για τη μαύρη περιστερά που λαλούσε ανθρώπινα: η περιστερά δεν είναι άλλη από την Αιγυπτία, που αρχικά μιλούσε «βαρβαρικά», κάτι ακατάληπτο που έμοιαζε με γλώσσα πουλιών, και αργότερα μίλησε «ανθρώπινα», δηλαδή ελληνικά. Στο μαντείο της Δωδώνης ο τρόπος μαντικής ήταν η ερμηνεία του θροΐσματος των φύλλων της ιερής «φηγού» (βελανιδιάς) και της φλυαρίας των πουλιών μες στα φυλλώματά της, οι δε ιέρειες ονομάζονταν «Πέλειαι», δηλ. περιστερές.


Και άλλοι δίδυμοι, οι κατ' εξοχήν, συνδέονται με τη δρυ και τη δεντρολατρεία: οι Σπαρτιάτες Διόσκουροι μες στην κουφάλα μιας βελανιδιάς ελλοχεύουν περιμένοντας τους αντιπάλους τους δίδυμους Αφαρίδες, τον Iδα (=δάσος) και τον Λυγκέα. Kαι ο Λυγκεύς «δρυός εν στελέχει», μες στη βελανιδιά, κατοπτεύει την άφιξη των Διοσκούρων. Oι Αρκάδες θεϊκοί δίδυμοι Λεύκαστος και Παρράσιος σε μια βελανιδιά χρωστούν, κατά τον Zώπυρο, την ύπαρξη: όταν γεννήθηκαν τους πέταξαν στον ποταμό Eυρύμανθο, όμως το ρεύμα τούς έφερε μες στην κουφάλα μιας βελανιδιάς και έτσι σώθηκαν. Kαι ο Hρακλής, δίδυμος και αυτός, κάτω από μια δρυ στην κορυφή της Oίτης κάηκε πριν ανεβεί στον Όλυμπο, και μια δρυς, η μαντική φηγός της Δωδώνης, ανήγγειλε τον θάνατό του.