Κάποια ημέρα στον Θεϊκό Όλυμπο, καθώς ο Δίας καθόταν στον θρόνο του, σκέφτηκε πως ίσως θα ήταν καλή ιδέα να έλθει σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους για να τους γνωρίσει καλύτερα.
Ήθελε να ακούσει την γνώμη τους για τους Θεούς του Ολύμπου, αλλά και να εξακριβώσει το πόσο ειλικρινείς και πιστοί ήταν οι θνητοί.
Έτσι αποφάσισε να επισκεφθεί τις πολιτείες των ανθρώπων.
Ως συνοδό του επέλεξε τον αγγελιοφόρο τον Θεών τον γοργοπόδαρο Ερμή, ο οποίος γνώριζε τους τρόπους των ανθρώπων.
Έτσι αποφάσισε να επισκεφθεί τις πολιτείες των ανθρώπων.
Ως συνοδό του επέλεξε τον αγγελιοφόρο τον Θεών τον γοργοπόδαρο Ερμή, ο οποίος γνώριζε τους τρόπους των ανθρώπων.
Ο Ερμής πρότεινε στον Δία να μην παρουσιαστούν στους θνητούς με την πραγματική τους ταυτότητα, καθώς τότε οι θνητοί δεν θα ήταν ειλικρινείς εφόσον θα φοβόντουσαν την δύναμη των Θεών.
Είπε λοιπόν στο Δία ότι θα ήταν καλύτερα να μεταμορφωθούν σε κοινούς θνητούς, ώστε να κινούνται με άνεση μέσα στα πλήθη, και να αποσπούν τις πληροφορίες που ήθελαν με ευκολία.
Ο Δίας βρήκε εξαιρετική την ιδέα του Ερμή, και έτσι οι δύο θεοί μεταμορφώθηκαν σε δύο απλούς θνητούς, και άρχισαν να τριγυρνούν σε μικρές και μεγάλες πολιτείες, σε φτωχικά και πλούσια μέρη, ρωτώντας και διαπιστώνοντας την ευσέβεια και τους τρόπους των ανθρώπων.
Όμως οι άνθρωποι ήταν αλαζόνες καχύποπτοι και αφιλόξενοι, κάτι που εξόργισε τον Δία.
Μετά από πολλές περιπλανήσεις στην περιοχή, έφθασαν στο βάθος μίας λαγκάδας δίπλα σε ένα ποτάμι όπου υπήρχε ένα φτωχόσπιτο.
Εκεί κατοικούσε ένα αγαπημένο ζευγάρι, ο Φιλήμων και η Βαυκίς.
Το σπίτι τους ήταν τόσο χαμηλό, όσο να χωράει τον έρωτα των δύο ενοίκων του, και τόσο φτωχικό και άμεμπτο, που ήταν αντάξιο μίας Θεϊκής επίσκεψης.
Διότι των Θεών οι συνήθειες καθώς λένε, είναι στην φτώχεια να συχνάζουν, και από αυτή πρώτα να ξεκινούν.
Ήταν παραμονή της εορτής του Κάρνειου Απόλλωνα, το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν περίμενε κανέναν να μοιραστεί την γιορτινή χαρά καθώς οι συντοπίτες τους δεν τους επισκέπτονταν επειδή ήταν γέροι και φτωχοί, παρόλα αυτά φόρεσαν τα καλά τους ρούχα, και μοιράσθηκαν τα λίγα αγαθά που είχαν, καθώς οι ημέρες αυτές ήταν για αυτούς πιο πολύ γιορτή αγάπης, και λιγότερο πληθώρας αγαθών... !
Ήταν παραμονή της εορτής του Κάρνειου Απόλλωνα, το ηλικιωμένο ζευγάρι δεν περίμενε κανέναν να μοιραστεί την γιορτινή χαρά καθώς οι συντοπίτες τους δεν τους επισκέπτονταν επειδή ήταν γέροι και φτωχοί, παρόλα αυτά φόρεσαν τα καλά τους ρούχα, και μοιράσθηκαν τα λίγα αγαθά που είχαν, καθώς οι ημέρες αυτές ήταν για αυτούς πιο πολύ γιορτή αγάπης, και λιγότερο πληθώρας αγαθών... !
Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα και στο κατώφλι εμφανίστηκαν δύο ρακένδυτοι ζητιάνοι, με παράστημα όμως αρχοντικό, και με τρόπους που πρόδιδαν ευγένεια καταγωγής.
- «Δεν έχουμε που να περάσουμε την νύχτα», είπε ο ένας από τους δύο ξένους. «Όπου και να χτυπήσαμε στην πόλη κανείς δεν μας φιλοξένησε, τιμώντας τον ξένιο Δία. Δεχτείτε μας, δεν έχουμε που να περάσουμε την νύχτα μας».
- «Περάστε σαν στο σπίτι σας», είπαν με μία φωνή τα δύο γεροντάκια. «Χαρά μας να σας φιλοξενήσουμε, ελπίζουμε να καταδεχτείτε να μοιραστείτε μαζί μας το φτωχικό μας δείπνο».
Οι δύο κουρελήδες ξένοι οι οποίοι ήταν στην πραγματικότητα ο Ξένιος Δίας και ο Ψυχοπομπός Ερμής, πέρασαν το βράδυ τους με το φιλόξενο ζευγάρι.
Οι καλόκαρδοι οικοδεσπότες Φιλήμων και Βαυκίς, πρόσχαροι και καλοσυνάτοι, κουβέντιαζαν χαμογελαστά στους ασυνήθιστους ξένους, ευχαριστώντας τους για την συντροφιά τους.
Είχαν λίγο ψωμί και τυρί, έτσι το φιλόξενο ζευγάρι, αργομασούσε τρώγοντας πολύ μικρές ποσότητες, έτσι ώστε να φάνε περισσότερο οι επισκέπτες τους. Το ίδιο συνέβαινε και με το κρασί.
Παρόλο όμως που ο Φιλήμων γέμιζε συνέχεια τα ποτήρια με το λιγοστό κρασί, αυτό δεν τελείωνε, κάτι που τον έβαλε σε υποψίες....
Μόλις έγινε αυτό οι ξένοι άρχισαν να λαμποκοπούν, φωτοστέφανα σκέπασαν τα κεφάλια τους και ένα εκτυφλωτικό φως κάλυψε το μικρό δωμάτιο.
Ο Φιλήμων και η Βαυκίς έπεσαν αμέσως στο έδαφος μόλις κατάλαβαν ποίοι Θεοί είχαν εμφανιστεί μπροστά τους.. !!!
- «Οι συμπολίτες σας θα ανταμειφθούν για την ύβρη που διέπραξαν», είπε ο Δίας, και έδειξε την ασεβή πόλη, με το δάχτυλο του φανερώνοντας την οργή του.
Μάταια ο Φιλήμων και η Βαυκίς παρακαλούσαν να συγχωρέσει ο Δίας την συμπεριφορά των συμπολιτών τους καθώς δεν είχαν μετρήσει ποτέ την κακία που τους είχαν δείξει.
Ο Δίας αμετάπειστος όμως με την συμπεριφορά των κατοίκων της πόλης, ζήτησε από τους έντρομους γέροντες να τον ακολουθήσουν, και όταν έφθασαν στην κορυφή ενός υψώματος ο Δίας προξένησε έναν τρομακτικό κατακλυσμό.
Τα πάντα σκεπάστηκαν από νερό εκτός από το φτωχικό σπιτάκι που τον φιλοξένησε το οποίο μετατράπηκε μπροστά στα μάτια τους σε έναν περίλαμπρο ναό.
Ο Δίας τους έκανε ζωντανό παράδειγμα της ευσέβειας, ορίζοντας τον Φιλήμονα και την Βαυκίδα ως τους πρώτους θεράποντες ιερείς του ναού, για να δέχονται τους ευσεβείς προσκυνητές.
Στην συνέχεια ο Ζευς ζήτησε από την Βαυκίδα και τον Φιλήμονα να του πουν ποια επιθυμία θα ήθελαν να τους πραγματοποιήσει.
Οι δύο σύζυγοι επιβεβαιώνοντας την ειλικρινή αγάπη τους, ζήτησαν να ζήσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους μαζί, αλλά και να πεθάνουν μαζί.
Ο Δίας τους διαβεβαίωσε πως η επιθυμία τους θα γίνει πραγματικότητα και μαζί με τον Ερμή επέστρεψαν στον χιονισμένο Όλυμπο.
Η Βαυκίς με τον Φιλήμονα έζησαν από τότε αρκετά χρόνια ακόμα, πάντοτε μαζί και αγαπημένοι. Ο έρωτάς τους έμεινε παροιμιώδης και έγινε υπόδειγμα για τους άλλους ανθρώπους.
Κάποια μέρα μετά από χρόνια, πολύ γέροι πια καθώς κάθονταν στα σκαλιά του άλλοτε φτωχικού τους σπιτιού και έβλεπαν την λίμνη, που άλλοτε ήταν η πόλη και πλημμύρισε ο Δίας, άρχισαν να «σβήνουν» να χάνονται, ενώ ταυτόχρονα τα πόδια τους άρχισαν να γίνονται ρίζες, τα χέρια τους κλαριά, έως ότου ο Φιλήμων μεταμορφώθηκε σε βελανιδιά (δρυ), η δε Βαυκίς σε φλαμουριά (φιλύρα).
Η Βαυκίς με τον Φιλήμονα έζησαν από τότε αρκετά χρόνια ακόμα, πάντοτε μαζί και αγαπημένοι. Ο έρωτάς τους έμεινε παροιμιώδης και έγινε υπόδειγμα για τους άλλους ανθρώπους.
Κάποια μέρα μετά από χρόνια, πολύ γέροι πια καθώς κάθονταν στα σκαλιά του άλλοτε φτωχικού τους σπιτιού και έβλεπαν την λίμνη, που άλλοτε ήταν η πόλη και πλημμύρισε ο Δίας, άρχισαν να «σβήνουν» να χάνονται, ενώ ταυτόχρονα τα πόδια τους άρχισαν να γίνονται ρίζες, τα χέρια τους κλαριά, έως ότου ο Φιλήμων μεταμορφώθηκε σε βελανιδιά (δρυ), η δε Βαυκίς σε φλαμουριά (φιλύρα).
Έτσι, ο μύθος των δύο συζύγων έγινε το αιώνιο σύμβολο της ανιδιοτελούς αγάπης ...